- πεζοβόας
- ὁ, Α1. στρατιώτης που εκθάλλει πολεμική ιαχή πεζός2. (κατ' επέκτ.) πεζός στρατιώτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο-βόας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεζοβόαις — πεζοβόας one who responds to the battle cry on foot masc dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… … Dictionary of Greek